περιπλέει

περιπλέει
περιπλέω
sail
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
περιπλέω
sail
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
περιπλέω
sail
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
περιπλέω
sail
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρουαζιέρα — η τουριστικό ταξίδι με ειδικό πλοίο που περιπλέει διάφορα μέρη και αγκυροβολεί σε ορισμένα λιμάνια («κρουαζιέρα στη Μεσόγειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croisiere < γαλλ. croiser «περιπλέω» < γαλλ. croix «σταυρός» < λατ. crux «σταυρός»] …   Dictionary of Greek

  • πελαγόστροφος — ον, Α αυτός που περιέρχεται, που περιπλέει τα πελάγη, που ζει στο πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + στροφος (< στρόφος < στρέφω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”